- κακορραφία
- κακορραφίᾱ , κακορραφίαcontrivance of illfem nom/voc/acc dual (ionic)κακορραφίᾱ , κακορραφίαcontrivance of illfem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακορραφία — κακορραφία, ἡ (Α) μηχανορραφία, σκευωρία, κακοθουλία («κακορραφίης ἀλεγεινῆς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ρραφία (< ρραφος < ραφή), πρβλ. δικο ρραφία, δολο ρραφία] … Dictionary of Greek
κακορραφίας — κακορραφίᾱς , κακορραφία contrivance of ill fem acc pl (ionic) κακορραφίᾱς , κακορραφία contrivance of ill fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίαι — κακορραφίᾱͅ , κακορραφία contrivance of ill fem dat sg (attic doric ionic aeolic) κακορραφία contrivance of ill fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίη — κακορραφία contrivance of ill fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίην — κακορραφία contrivance of ill fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίης — κακορραφία contrivance of ill fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίῃ — κακορραφία contrivance of ill fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίῃσι — κακορραφία contrivance of ill fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίῃσιν — κακορραφία contrivance of ill fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)